Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Αμφίπνευστοι ιερωμένοι ή ραγιάδες βολεμένοι;

του Ηλία Σιαμέλα


«Κι έλεγε ο Ιησούς στο πλήθος. Όταν βλέπετε σύννεφο
να σηκώνεται στη δύση, λέτε αμέσως ότι έρχεται
βροχή κι έτσι και γίνεται. Κι όταν φυσήξει νοτιάς,
λέτε ότι έρχεται λάβρα κι έρχεται.
Υποκριτές, ξέρετε να διαβάζετε την όψη  τ’ ουρανού
και της γης και πώς δεν ξέρετε ν’ αναγνωρίζετε τους
σημερινούς καιρούς; Και πώς οι
ίδιοι εσείς δεν κρίνετε ποιο είναι το δίκαιο;…»
Απ’ το κατά Λουκά Ευαγγέλιο*

Τούτη η χώρα θα μας τρελάνει. Η προδοσία όλο και πιο πολύ βαθαίνει. Από ποιον να προφυλαχτούμε και σε ποιον να καταφύγουμε. Όλα είναι μια απάτη και μια ασύγγνωστη αυταπάτη.
Οι ιερωμένοι πλέον δεν ευλογούν το λεγόμενο ποίμνιό τους , το προκαλούν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγα στην εκκλησία. Δεν άκουσα για πρώτη φορά τον ιερέα να απευθύνει τις δεήσεις του «Υπέρ του ευσεβούς ημών Έθνους και πάσης Αρχής και Εξουσίας εν αυτώ…». Τούτη τη φορά όμως αναστατώθηκα και διαβολίστηκα. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Το καθεστώς που έχει επιβληθεί είναι σκληρό κι απάνθρωπο. Είναι δυνατόν, είπα μέσα μου, εγώ και όλο το εκκλησίασμα να προσευχόμαστε για την μακροημέρευση μιας ναζιστικής και βάναυσης μνημονιακής εξουσίας; Είναι δυνατόν να αναπέμπουμε ευχές για δοσίλογους και εγκληματίες; Είναι δυνατόν να προσευχόμαστε για τις φορολογικές Αρχές της κατεχόμενης χώρας μας, την ώρα που με μεθόδους ναζιστικής έμπνευσης, ποντικοτρώνε με ανικανοποίητη μνησικακία, όποιο περιουσιακό στοιχείο έχει απομείνει στο δύσμοιρο Έλληνα; Να προσευχόμαστε για τις Αστυνομικές Αρχές, που με περίσσια μοχθηρία, κακοποιούν και πνίγουν με χημικά και δηλητήρια, κάθε συγκέντρωση, και κάθε απλή διαμαρτυρία;
Όσο σκεφτόμουν και τόσο διαβολιζόμουν! Έφερα στο νου μου τους χιλιάδες συνανθρώπους μας που αυτοκτόνησαν. Ανακάλεσα όλες αυτές τις ψυχές που δολοφονήθηκαν από δοσίλογους εξουσιαστές. Σκέφτηκα τις τελετές των μνημόσυνων των δολοφονημένων , απ’ όπου θα έπρεπε ν’ ακούγονται κατάρες για όλους αυτούς που οδήγησαν και οδηγούν τη χώρα και τους πολίτες της στον αφανισμό και στην εξόντωση. Μα αντί για κατάρες ν’ ακούγεται η φωνή του ιερέα να ευλογεί εγκληματίες και να τους καθαγιάζει!
Μα είναι δυνατόν, να υπάρχει μια τέτοια διπροσωπία; Από τη μια να αναπέμπουν ευχές υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των θυμάτων, ενώ κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας να απευθύνουν ευχές για μακροημέρευση των αδίστακτων θυτών και να προκαλούν έτσι αδιάντροπα κάθε νοήμονα πιστό, αλλά και τους συγγενείς των θυμάτων;
Τελικά ποιοι είναι αυτοί οι δεσποτάδες; Είναι αμφίπνευστοι**, για όλες τις χρήσεις, ιερωμένοι ή ραγιάδες βολεμένοι; Με ποιους τελικά αυτή τη στιγμή είναι; Με το λαό ή με τους δολοφόνους του; Με τον Ιησού, με το μαμωνά ή και με τους δύο;
Στεκόμουν για ώρα εκεί, στη μέση περίπου της εκκλησίας, όρθιος, ανάμεσα σε φλόγες κεριών και καπνούς θυμιαμάτων, ν’ ανακυκλώνω το θυμό μου, να προσπαθώ να κρύψω την πετρένια όψη μου. Κάποιοι δίπλα μου κάνανε το σταυρό τους. Μια γριούλα πιο πέρα γονάτισε και προσευχόταν. Όλοι ήσαν ήρεμοι. Βουβά ποίμνια στο δρόμο προς τον ύψιστο και τη θυσία…
Αυτά έβλεπα και ντρεπόμουν. Αυτά σκεφτόμουν και λυπόμουν. Λυπόμουν για όλους μας και πρώτα για τον εαυτό μου, που δεν έβρισκα το θάρρος να διακόψω τη λειτουργία και να πω, «Τι λες παπά μου; Ποιους ευλογείς και για ποιους προσεύχεσαι»;
Γύρισα εξουθενωμένος στο σπίτι μου, πήγα στη βιβλιοθήκη και τράβηξα στην τύχη ένα βιβλίο. Ήταν το συνταρακτικό «Ημερολόγιο» του Γάλλου φιλέλληνα Ροζέ Μιλλιέξ. Εκεί ανάμεσα στα άλλα διάβασα:  «13 Μαρτίου 1941. Οι ναζί σκυλιάσανε με το γράμμα του Βλάχου***. Πως τόλμησε ένας «δημοσιογραφάκος» να γράψει στον μεγάλο Καγκελάριο, στο είδωλό τους, στον ημίθεό τους!».
Και νάμαι κι εγώ μπροστά στο δίλημμα. Να γράψω για τους άγιους δεσποτάδες; Θα πέσουν επάνω μου να με φάνε, γιατί δε σεβάστηκα, θα πούνε, τη θρησκεία, τα ιερά και τα όσια του λαού , ότι μπερδεύω την πολιτική με τη θρησκεία και τόσα άλλα.
Εκεί στο κρίσιμο σημείο της πάλης με τη συνείδησή μου, άκουσα την είδηση της αυτοκτονίας μιας νεαρής κοπέλας που απολύθηκε πρόσφατα από τη ΕΤ3. Σκέφτηκα ότι όταν σε σαράντα περίπου μέρες οι δικοί της θα τελέσουν το μνημόσυνό της, θ’ ακουστεί και πάλι η περίφημη ευχή «υπέρ του ευσεβούς ημών έθνους και πάσης Αρχής και Εξουσίας εν αυτώ, του κυρίου δεηθώμεν…». Αλλά αυτή η εξουσία για την οποία προσευχόμαστε δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι η σημερινή εξουσία, με πρώτο Εξουσιάρχη και Εκτελεστή το Σαμαρά και την Εγκληματική Μνημονιακή Συμμορία που τον ακολουθεί και τον κατευθύνει.
Αυτό, οι δεσποτάδες  δεν το βλέπουν; Η κατοχή της πατρίδας μας δεν τους αγγίζει; Τα βαριά χνότα του 4ου Ράιχ δεν τους μουσκεύουν τα ράσα και δεν τους τρυπάνε τα κόκκαλα; Τον απλό λαό που πεθαίνει καθημερινά στα ικριώματα δεν τον ακούνε; Πότε επί τέλους θα μάθουν να σέβονται τον κόσμο που τους συντηρεί και τους πιστεύει; Ως πότε η ελλαδική εκκλησία θα ταυτίζεται με το άρρωστο πνεύμα και τις επιλογές μιας φριχτής εξουσίας;  Ως πότε οι ιερωμένοι μας θα εμφανίζονται μέσα στις εκκλησίες σαν ζωντανά πτώματα, αναμασώντας ευχές παρωχημένες, ενώ απ’ έξω σφαγιάζεται ένας ολόκληρος λαός;


2 σχόλια:

  1. Πα,πα,πα, Τόση μαυρίλα βρε παιδί μου!

    Μου θυμίζει κείνο το παλιό δημοτικό
    Πολύ μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν καλαικούδα...

    Τι άλλαξε από τότε,
    η μαυρίλα ήταν στην καρδιά, σήμερα η μαυρίλα είναι στα ράσα...

    χαιρετώ

    Γαβριήλ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μιά από τα ίδια και πολύ χειρότερα είναι σήμερα Γαβρίλη μου.
    Κοίτα τη τελευταί φωτογραφία για να καταλάβεις
    Νάσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή