

Τα παιδιά, που κάποιο πρωινό του Οκτώβρη, σαν τα φώναξε η πατρίδα, παράτησαν τη μάνα τους, το σπιτικό τους, παράτησαν γυναίκες παιδιά και με τ΄όπλο στο χέρι έτρεξαν πάνω στης Αλβανίας τα βουνά τα χιονισμένα για να πουνε ένα βροντερό όχι σ΄αυτούς τους εχθρούς, που τόσο ύπουλα και τόσα άτιμα θέλησαν να πατήσουν τ΄άγια χώματα της πατρίδας μας. Θέλησαν να σκλαβώσουν τη χώρα μας.
Μ΄ ένα όπλο στο χέρι, κείνα τα παιδιά, με μια χλαίνη μισοτριμένη και με τρύπιες τις αρβύλες τους βρέθηκαν πάνω στα χιονισμένα βουνα της Αλβανίας για την τιμή και την δόξα της πατρίδας.
“Οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες. Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.”
Κείνα τα παιδιά, που σαν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισαν – όσα γύρισαν - σεμνά και ταπεινά και είπαν μόνο.
“Κάναμε το καθήκον μας.”
Tόσο απλά.
Τούτα τα παιδιά, τα σημερινά παιδιά της Ελλάδας, ψάχνω να βρω αν μοιάζουν με κείνα τα παιδιά του ΄40।

Τούτα τα παιδιά σήμερα που είναι αμφίβολό αν θα μπορέσουν σε ώρα ανάγκης να ξαναγράψουν σελίδες δόξας σαν εκείνα τα παιδιά του ΄40. Τούτα τα παιδιά που αδιαφορούν εγκληματικά για την έννοια πατρίδα, Τα παιδιά που κυκλοφορούν στους δρόμους χωρίς κανένα ιδανικό, χωρίς κάποιο όραμα, χωρίς σκοπό. Τούτα τα παιδιά που η κοινωνική τους αντίδραση είναι η κουκούλα και όλα όσα μπορούν να γίνουν φορώντας μια κουκούλα.
